- υπονομευτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπονόμευση2. μτφ. αυτός που έχει χαρακτήρα υπονόμευσης ή αποβλέπει σε αυτήν («πλήθος υπονομευτικών ενεργειών εμπόδισαν την ολοκλήρωση τού έργου του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπονομεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.